Τον Μάϊο του 326 π.Χ. ο βασιλιάς Αλέξανδρος έφθασε στα όρια του Ινδικού Βασιλείου Παουραβά στον ποταμό Υδάσπη.
Από την απέναντι πλευρά, είχε έρθει για να εμποδίσει την διάβαση του ποταμού, ο τοπικός βασιλιάς Πώρος με τους γιούς του, τους συγγενείς του και πολύ ιππικό, πεζικό, πολεμικά άρματα, ελαφρά και βαριά, καθώς και εκατοντάδες πολεμικούς ελέφαντες.
Οι Ινδοί πεζοί, δεν είχαν θωράκιση και οι ασπίδες τους ήταν μικρές, ή μακρόστενες και γενικά ελαφριές. Τα δόρατά τους ήταν σχετικά κοντά και ο οπλισμός τους δεν ήταν ομοιόμορφος, καθώς άλλοι έφεραν δόρατα, άλλοι σπάθες και άλλοι τσεκούρια.
Τα ελαφρά άρματα, είχαν δύο άλογα έναν ηνίοχο και έναν πολεμιστή που έβαλε με τόξο ή έριχνε ελαφρά ακόντια που θύμιζαν μεγάλα βέλη.
Τα βαριά άρματα, είχαν τέσσερα άλογα και ήταν δύο ειδών.
Υπήρχαν εκείνα που θύμιζαν τα κλασικά άρματα της αρχαιότητος άλλα ήταν πολύ μεγαλύτερα και είχαν έναν ηνίοχο και τρεις πολεμιστές. Υπήρχαν και άλλα, που είχαν έναν ηνίοχο και έναν πολεμιστή στο κέντρο και δεξιά και αριστερά σε ράμπες, είχανε από δύο τοξότες σε κάθε πλευρά.
Οι ρόδες των αρμάτων, επειδή στις Ινδίες συνηθιζότανε μεγάλες βροχές που λάσπωναν το έδαφος, είχαν στο περιφερειακό μεταλλικό στεφάνι, μεταλλικές προεξοχές για καλύτερο κράτημα σε λασπώδες έδαφος, πράγμα που δεν βοήθησε και τόσο στην μάχη που ακολούθησε.
Οι ελέφαντες, εκτός από τον οδηγό, που καθότανε στο σβέρκο του ελέφαντα, είχαν στερεωμένο πάνω τους, ένα ξύλινο κουτί, ντυμένο με δέρματα, για να μην παίρνει εύκολα φωτιά από τα αναμμένα βέλη, μέσα στο οποίο χωρούσαν τέσσερεις ή και πέντε πολεμιστές. Πάνω στο κάθε κουτί, υπήρχαν βέλη και δόρατα για να τα πετούν οι μαχόμενοι, καθώς και ένα κοντάρι με τα μπαϊράκια του Πώρου που ανέμιζαν ψηλά.
Οι ελέφαντες, έφεραν κάποια θωράκιση, όχι ομοιόμορφη και είχανε βαμμένα τα μάτια και τα αυτιά τους με διάφορα χρώματα, όπως γαλάζιο, κόκκινο, πράσινο ανοικτό, πορτοκαλί κτλ. Αποτελούσαν ένα σύνολο και επικίνδυνο και εντυπωσιακό, αφού ήτανε κινητοί πύργοι μάχης.
Για να είναι το δυνατόν πιο διαχειρίσιμοι από τους οδηγούς τους, τους πότιζαν με αλκοόλ ώστε να είναι μισοναρκωμένοι.
Το ινδικό ιππικό, ήταν ελαφρύ ιππικό και δεν μπορούσε ούτε σε ικανότητα, ούτε σε ελιγμούς ούτε σε εμπειρία μάχης να συναγωνιστεί τις βασιλικές ιππαρχίες του Αλεξάνδρου.
Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του γύρω στους είκοσι ελέφαντες, που είχε πάρει από κατακτημένες περιοχές και τους πηγαινοέφερνε μεταξύ των αλόγων του ιππικού, ώστε να άλογα, να συνηθίσουν στην μυρωδιά των παχύδερμων, καθώς και στους ήχους και την όλη παρουσία τους και να μην πανικοβληθούν την ώρα της μάχης.
Για πολλές μέρες ο Αλέξανδρος δεν περνούσε τον ποταμό και πηγαινοέφερνε μέρος του στρατεύματός του πάνω κάτω κάνοντας τον Πώρο να στέλνει συνέχεια στρατό για να εμποδίσει την τυχόν διάβαση.
Καθώς οι μέρες κυλούσαν, τα αντανακλαστικά του Πώρου στο ιδιόρρυθμο παιχνίδι που έπαιζε ο Αλέξανδρος άρχισαν να ατονούν.
Έτσι, ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς και αστραπές αυλάκωναν τον βραδινό ουρανό και τα μπουμπουνητά δεν σε άφηναν να ακούσεις τίποτε, πήρε ένα τμήμα της φάλαγγας, τους ιπποτοξότες, τους ακοντιστές και Θράκες πελταστές καθώς και τις βασιλικές ίλες του ιππικού και τράβηξε ταχύτατα βόρεια σε σημείο που είχαν δει ότι το ποτάμι στενεύει.
Πήρε μαζί του 5.000 ιππείς και περίπου 9.000 πεζούς.
Οι υπόλοιποι έμειναν στο στρατόπεδο με διοικητή τον Κρατερό, απέναντι ακριβώς από τον Πώρο.
Είχανε φέρει εντωμεταξύ οι Έλληνες, πάντα με εντολές του Αλεξάνδρου, με τεράστια κάρα, πλοία, κομμένα στα τρία, τα οποία μοντάρισαν επί τόπου οι μηχανικοί του και διέταξε να ενώσουν και τα αντίσκηνα των οπλιτών και να τα ράψουν σαν μπαλόνια, γεμάτα όμως με ξερόχορτα, δημιουργώντας έτσι τεράστια σωσίβια. Μαζί με αυτά χρησιμοποίησε και σχεδίες πολλές και υπό καταρρακτώδη βροχή και μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, πέρασε τον ποταμό, όχι όμως με όλες του τις δυνάμεις, αφού άφησε δυνάμεις στο αρχικό στρατόπεδο όπου έκαιγαν όλες οι φωτιές για να μην καταλάβουν τίποτε οι Ινδοί.
Με έκπληξη είδαν, ότι η απέναντι ακτή, δεν ήταν η ακτή στεριάς αλλά ένα μικρό νησάκι στο μέσον του ποταμού, αλλά τίποτε δεν σταματούσε τον βασιλιά που τελικά πέρασε τον Υδάσπη.
Το επόμενο πρωΐ, η βροχή σταμάτησε αλλά εκεί που είχανε βγει τα πάντα ήτανε λασπωμένα και οι στρατιώτες ήτανε βρεμένοι ως το κόκκαλο.
Διέταξε να μείνει πίσω το πεζικό για να ξεκουραστεί και ο ίδιος πήρε το ιππικό για να προχωρήσει προς τον Πώρο.
Ωστόσο 14.000 στρατού, δεν μένουν απαρατήρητες με το φως της μέρας και ο Πώρος που έβλεπε τον Κρατερό να ετοιμάζεται δήθεν να περάσει το ποτάμι, κράτησε τις δυνάμεις του και έστειλε έναν από τους γιούς του με 2.000 ιππείς και 120 άρματα να πάει για να αναγνωρίσει την εχθρική δύναμη, που περίμενε να είναι αμελητέα, αφού απέναντί του εξακολουθούσε να βλέπει στο φως της μέρας το στρατόπεδο του Αλεξάνδρου γεμάτο στρατό, χωρίς να ξέρει πόσοι λείπουν.
Ο γιός του Πώρου με τον ενθουσιασμό της νεότητος, που δεν διέκρινε τον Αλέξανδρο που ενεργούσε σαν πολύπειρος στρατηγός, ενεπλάκη σε μάχη και σκοτώθηκε, χάνοντας όλα του τα άρματα και πολλούς από τους ιππείς του.
Όσοι γλύτωσαν, γύρισαν στον Πώρο και του είπαν τα δυσάρεστα μαντάτα. Ο Πώρος αμέσως πήρε σχεδόν όλο του τον στρατό και αφήνοντας μικρό μέρος των δυνάμεών του απέναντι από τον Κρατερό, πήγε να συναντήσει τον Αλέξανδρο σταματώντας σε ένα άνοιγμα με αμμώδες έδαφος κατάλληλο για ελιγμούς ιππικού και αρμάτων.
Ο Πώρος είχε περίπου 30.000 πεζούς, 4.000 ιππείς, 300 άρματα όλων των τύπων και πάνω από 200 ελέφαντες.
Ο Ινδός βασιλιάς ανέπτυξε τους 200 ελέφαντες σε ένα πλάτος δύο περίπου χιλιομέτρων με σκοπό να μπορεί να υπερφαλαγγίσει τον Αλέξανδρο και γέμισε τα κενά μεταξύ των ελεφάντων με πεζικό. Δεξιά και αριστερά μοίρασε το ιππικό και τα άρματά του, για να κάνουν την κυκλωτική κίνηση με ταχύτητα και να βρεθούν πίσω από τις ελληνικές δυνάμεις και να κλείσουν σαν δαγκάνα σε ένα θανάσιμο σφίξιμο.
Αν όμως ήταν τόσο εύκολο να νικήσει κανείς τον Αλέξανδρο, τότε θα τον είχανε νικήσει πολλοί πριν τον Πώρο.
Ο Αλέξανδρος είδε από πολύ πριν το παιδαριώδες σχέδιο του Πώρου. Έτσι αρχικά μάζεψε όλο το ιππικό του από την πλευρά του ποταμού και ο Πώρος που είδε να έρχεται μία μαζική επίθεση του Αλεξάνδρου στην μία του πτέρυγα, διέταξε το ιππικό του και τα άρματα της δεξιάς του πτέρυγας, να διασχίσουν την πρόσοψη του στρατεύματός του και να κατευθυνθούν προς το ποτάμι.
Αυτό περίμενε και ο Αλέξανδρος που εντωμεταξύ έστειλε τον Κοίνο με ένας μέρος του Ιππικού στο άλλο πλευρό της ινδικής παράταξης, με διαταγή να κινηθούν πίσω από το ελληνικό πεζικό για να μην τους δουν οι Ινδοί. Έτσι, ενώ οι Ινδοί της δεξιάς πλευρά ίππευαν προς τα αριστερά, είδανε τον Κοίνο να επιτίθεται στο κενό που άφησαν δεξιά, και επήλθε σύγχυση, καθώς ο Αλέξανδρος πράγματι επιτέθηκε από την πλευρά του ποταμού όπως περίμενε ο Πώρος.
Το ιππικό του Κοίνου επιτέθηκε έτσι από το πλάι στην ανυπεράσπιστη ινδική παράταξη σκορπίζοντας όλεθρο, ενώ ο Αλέξανδρος με την ελίτ του ιππικού επιτέθηκε στο ινδικό ιππικό και τα άρματα σκορπίζοντας θάνατο.
Ο Ινδοί πανικόβλητοι, όρμησαν ανάμεσα στους ελέφαντες ζητώντας την προστασία των εκτοξευόμενων δοράτων και των βελών από τους μαχητές των πύργων των ελεφάντων.
Έτσι, ο μεν Κοίνος βρέθηκε στο πλάι και πίσω από την δεξιά πλευρά των Ινδών και ο Αλέξανδρος στο πλάι και πίσω από την αριστερή πλευρά των Ινδών , δηλαδή από την πλευρά του ποταμού.
Το ελληνικό ιππικό "μοίραζε πόνο" στα μετόπισθεν των Ινδών και τότε ήχησαν οι σάλπιγγες και τα τύμπανα και με την ρυθμική κραυγή Ε-ΝΥ-Α-ΛΙ-ΟΣ, που ήτανε ο θεός του πολέμου των Μακεδόνων, η μακεδονική φάλαγγα άρχισε να κινείται κατά της ινδικής παράταξης.
Από την μια οι σάρισες , από την άλλη οι μακεδονικές κοπίδες των ιππέων θέρισαν τους Ινδούς. Ωστόσο, όλοι είχανε λογαριάσει χωρίς τους ελέφαντες. Ο ελέφαντες δεχόμενοι πλήθος τοξευμάτων και ακοντίων και πάσης φύσεως βλημάτων από τους πελταστές, αφήνιασαν, παρά το ότι ήταν ναρκωμένοι και ποδοπατούσανε τους πάντες, Ινδούς και Έλληνες.
Τότε ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή, οι Θράκες πελταστές να διεισδύσουν μεταξύ των ελεφάντων και να κόβουν τους τένοντες πίσω από τα γόνατά τους, ώστε να πέφτουν κάτω και να θανατώνονται πιο εύκολα.
Έτσι, οι Ινδοί βρέθηκαν απόλυτα κυκλωμένοι και προσπάθησαν να υποχωρήσουν. Ο Αλέξανδρος έδωσε εντολή τότε, να αφήσουν οι ιππείς ένα άνοιγμα για να εκτονωθεί η πίεση στο κέντρο του αγώνα και να διαφύγουν οι Ινδοί προσωρινά, διότι ο Κρατερός είχε ήδη περάσει το ποτάμι στο αρχικό σημείο και ερχότανε με όλο το στράτευμα και τον κύριο όγκο της μακεδονικής φάλαγγας.
Ο Πώρος έκανε μια τελική προσπάθεια συγκεντρώνοντας κάπου είκοσι ελέφαντες, αλλά ήτανε πλέον αργά. Εξουθενωμένος αιχμαλωτίστηκε και ο Αλέξανδρος τον ρώτησε πως θα ήθελε να του φερθεί και εκείνος είπε βασιλικά.
Έτσι τον έκανε σύμμαχό του, όπως συνήθιζε και ο Πώρος του έμεινε πιστός σύμμαχος μέχρι το τέλος, παίρνοντας την διοίκηση όλου του πρώην βασιλείου του και όχι μόνο.
Οι απώλειες των Ινδών ήτανε περίπου 20.000 άνδρες, ενώ ο Αλέξανδρος έχασε κάπου 300 ιππείς και 700 πεζούς.
el.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου