29 Μαΐ 2018

Αγία Υπομονή η μητέρα του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου...


Αγία Υπομονή, η αυτοκράτειρα που έγινε μοναχή και προστάτιδα των φτωχών. Ήταν η μητέρα του τελευταίου υπερασπιστή του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Το προσκύνημα στο Λουτράκι

Η Αγία Υπομονή, κατά κόσμον Ελένη Δραγάση – Παλαιολόγου, ήταν κόρη του Σέρβου δεσπότη Κωνσταντίνου Δραγάση και σύζυγος του βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου. Ως αυτοκράτειρα, επέδειξε συνέπεια, δικαιοσύνη και μεγάλη υπομονή. Με τον σύζυγο της προσπάθησαν να βρουν τρόπους σωτηρίας του Βυζαντίου καθώς και συμμάχους για την αυτοκρατορία που ψυχορραγούσε. Η Ελένη Δραγάση απέδειξε ότι είχε απόλυτη συναίσθηση της θέσης της. Την χαρακτήρισαν «μάνα του λαού», διότι αφουγκραζόταν κάθε τους δυσκολία και προσπαθούσε να τους ενισχύσει...

Είχε 8 παιδιά. Έξι αγόρια και δυο κορίτσια, που έχασε σε μικρή ηλικία. Από τα αγόρια, τα δύο ανέβηκαν στον αυτοκρατορικό θρόνο –  πρώτος ο Ιωάννης Η΄ και δεύτερος ο  Κωνσταντίνος ΙΑ’ ο Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. 

Τα υπόλοιπα παιδιά τους, ο Θεόδωρος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς διετέλεσαν δεσπότες του Μυστρά και ο Ανδρόνικος της Θεσσαλονίκης. Τα μεγάλωσε με το χριστιανικό πνεύμα της υπακοής και της ενάρετης ζωής. Ιδιαίτερη ήταν η αγάπη της για τα μοναστήρια. Εκεί αναπαυόταν και αντλούσε δύναμη και κουράγιο για τη συνέχεια...

Ο σύζυγός της Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, αφού παρέδωσε τον θρόνο στον πρωτότοκο Ιωάννη, δύο μήνες πριν τον θάνατό του (29 Μαρτίου 1425), απεσύρθη στη Μονή του Παντοκράτορος στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε μοναχός με το όνομα Ματθαίος...

Μετά το θάνατο του συζύγου της έγινε μοναχή (1425) στη Μονή της κυράς Μάρθας, με το όνομα Υπομονή, χαρακτηριστικό όνομα για την υπομονή που επέδειξε σε όλη της την ζωή. Και τρία από τα παιδιά τους επίσης έγιναν μοναχοί, ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος (μ. Ακάκιος) στη Μονή του Παντοκράτορος και ο Δημήτριος (μ. Δαυίδ) στο Διδυμότειχο. Στην Κωνσταντινούπολη είχε συνδεθεί με την Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας, όπου φυλαγόταν το ιερό λείψανο του οσίου Παταπίου του θαυματουργού, στον οποίο η Αγία Υπομονή έτρεφε ιδιαίτερο σεβασμό. Με την συμβολή της αγίας, ιδρύθηκε στη Μονή γηροκομείο με την επωνυμία «Η ελπίς των απελπισμένων». Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, τρία χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη πέσει στα χέρια των Οθωμανών, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας γιος της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έπεσε ηρωικά πάνω στη μάχη...

Το σκήνωμα του Αγίου Παταπίου μέσα στο μοναστήρι... 

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα και ανιψιός της Αγίας Υπομονής, μετέφερε στο βουνό Γεράνια στη νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι Κορινθίας) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της (το κρανίο της). Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η κάρα της Αγίας Υπομονής...

πηγή: mixanitouxronou

Δείτε πως ήταν η Κωνσταντινούπολη πριν την Άλωση



Εντυπωσιακές εικόνες της Κωνσταντινούπολης πριν την Άλωση τον Μάϊο του 1453 που έμελλε να αλλάξει ριζικά την όψη της πόλης, φέρνει στην δημοσιότητα το τουρκικό μέσο, Κarar

Μέσα από αναπαραστάσεις αρχαιολόγων, αποτυπώνεται η αίγλη της Βασιλεύουσας πριν πέσει στα χέρια των Οθωμανών, ενώ μεταξύ των απεικονίσεων ξεπροβάλλουν η Αγία Σοφία καθώς και εμβληματικά μνημεία της εποχής. 

Όπως είναι ευρέως γνωστό, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε το αποτέλεσμα της πολιορκίας της βυζαντινής πρωτεύουσας, της οποίας Αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, από τον οθωμανικό στρατό, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’. 

Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 (Ιουλιανό ημερολόγιο), ενώ ταυτόχρονα σήμανε και το τέλος της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.










































Σαν σήμερα ... Η Πόλις Εάλω ...




Η Πόλις Εάλω

Η Πόλη έπεσε στις 29 Μαΐου 1453 ημέρα Τρίτη και ο Κωνσταντίνος ΙΑ' προτίμησε να πέσει ως απλός στρατιώτης στο πεδίο της μάχης, παρά να διαφύγει.


NYN ΓAΡ O KAIΡOC

27 Μαΐ 2018

Βίος Αγίου... ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: Αγίου ΙΩΑΝΝΗ του Ρώσου 27 ΜΑΙΟΥ



Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Ημερομηνία εορτής: 27/05/2018 Όσιος Ιωάννης ο Ρώσος

Τύπος εορτής: Σταθερή.
Εορτάζει στις 27 Μαΐου εκάστου έτους.

Ιερά Λείψανα: Το Λείψανο του Οσίου βρίσκεται αδιάφθορο στο ομώνυμο Προσκύνημα Προκοπίου Ευβοίας.
Η δεξιά του Οσίου βρίσκεται στη Μονή Παντελεήμονος Αγίου Όρους.

Άγιοι που εορτάζουν: Οσιος Ιωαννης Ο Ρωσος (1690 - 1730)


Βιογραφία
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σε ένα χωριό της λεγομένης Μικράς Ρωσίας, περί το 1690 μ.Χ., από γονείς ευλαβείς και ενάρετους. Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μέγας Πέτρος. Έλαβε μέρος στον πόλεμο που έκανε εκείνος ο τολμηρός τσάρος εναντίον των Τούρκων κατά το 1711 μ.Χ., και συνελήφθη αιχμάλωτος από τους Τατάρους. Οι Τάταροι τον πούλησαν σε έναν Οθωμανό αξιωματικό Ίππαρχο, που καταγόταν από το Προκόπιον της Μικράς Ασίας, το οποίο βρίσκεται πλησίον στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ο αγάς τον πήρε μαζί του στο χωριό του. Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την πίστη του Χριστού και έγιναν Μουσουλμάνοι, είτε γιατί κάμφθηκαν από τις απειλές, είτε γιατί δελεάστηκαν από τις υποσχέσεις και τις προσφορές υλικών αγαθών.

Ο Ιωάννης, όμως, ήταν από μικρός αναθρεμμένος με παιδεία και νουθεσία Κυρίου και αγαπούσε πολύ τον Θεό και την πίστη των πατέρων του. Ήταν από εκείνους τους νέους, όπου τους σοφίζει η γνώση του Θεού, όπως κήρυξε ο σοφός Σολομών, λέγοντας: «Ο δίκαιος είναι γνωστικός και στη νεότητά του. Διότι τιμημένο γήρας δεν είναι το πολυχρόνιο, ούτε μετριέται με τον αριθμό των ετών. Η φρονιμάδα πιο νέους ανθρώπους είναι σεβάσμια ωσάν να είναι φέροντες και ο καθαρός βίος τους κάνει ωσάν να είναι γέροντες πολύμαθοι».

Έτσι, λοιπόν, και ο μακάριος Ιωάννης, έχοντας την σοφία που δίδει ο Θεός σε εκείνους που τον αγαπούν, έκανε υπομονή στη δουλεία και στην κακομεταχείρηση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο, φανερώνοντάς του την περιφρόνηση και την απέχθειά τους. Στον αφέντη του και σε όσους τον παρακινούσαν να αρνηθεί την πίστη του, αποκρινόταν με σθεναρή γνώμη ότι προτιμούσε να πεθάνει, παρά να πέσει σε τέτοια φοβερή αμαρτία. Στον αγά είπε: «Εάν με αφήσεις ελεύθερο στην πίστη μου, θα είμαι πολύ πρόθυμος στις διαταγές σου. Αν με βιάσεις να αλλαξοπιστήσω, γνώριζε ότι σού παραδίδω την κεφαλή μου, παρά την πίστη μου. Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα αποθάνω».

Ο Θεός, βλέποντας την πίστη του και ακούγοντας την ομολογία του, μαλάκωσε την σκληρή καρδιά του αγά και με τον καιρό τον συμπάθησε. σε αυτό συνήργησε και η μεγάλη ταπείνωση όπου στόλιζε τον Ιωάννη, καθώς και η πραότητά του.

Έμεινε, λοιπόν, ήσυχος ο μακάριος Ιωάννης από τις υποσχέσεις και απειλές του Οθωμανού κυρίου του, ο οποίος τον είχε διορισμένο στον σταύλο του, για να φροντίζει τα ζώα του. Σε μία γωνιά του σταύλου ξάπλωνε το κουρασμένο σώμα του και αναπαυόταν, ευχαριστώντας τον Θεό, διότι αξιώθηκε να έχει ως κλίνη τη φάτνη στην οποία ανεκλίθη κατά την γέννησή Του ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Ήταν δε αφοσιωμένος στο έργο του, περιποιούμενος με στοργή τα ζώα του κυρίου του, τα οποία αισθάνονταν τόση την προς αυτά αγάπη του Αγίου, ώστε να τον ζητούν όταν απουσίαζε, να τον προσβλέπουν με αγάπη και να χρεμετίζουν με χαρά όταν τα χάιδευε, ωσάν να συνομιλούσαν μαζί του.

Με τον καιρό ο αγάς τον αγάπησε, καθώς και η σύζυγός του, και του έδωσαν για κατοικία ένα μικρό κελλί κοντά στον αχυρώνα. Όμως ο Ιωάννης δεν δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον σταύλο, για να καταπονεί το σώμα του με την κακοπέραση και με την άσκηση, μέσα στη δυσοσμία των ζώων και στα ποδοβολητά τους. Κάθε νύχτα ο σταύλος γέμιζε από τις προσευχές του Αγίου και η κακοσμία γινόταν οσμή ευωδίας πνευματικής. Ο μακάριος Ιωάννης είχε εκείνο τον σταύλο ως ασκητήριο, και εκεί πορευόταν κατά τους κανόνες των Πατέρων, επί ώρες γονυπετής και προσευχόμενος, κοιμώμενος για λίγο επάνω στα άχυρα, χωρίς άλλο σκέπασμα παρά μία παλαιά κάπα, γευόμενος με διάκριση, πολλές φορές μόνο λίγο ψωμί και νερό, και νηστεύοντας τις περισσότερες ημέρες.

Συνέχεια έψαλλε τους λόγους του ιερού ψαλμωδού: «Ὁ κατοικῶν ἐν βοηθείᾳ τοῦ Ὑψίστου, ἐν σκέπῃ τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ αὐλισθήσεται. Ἐρεῖ τῷ Κυρίῳ· ἀντιλήπτωρ μου εἶ καὶ καταφυγή μου, ὁ Θεός μου καὶ ἐλπιῶ ἐπ’ Αὐτόν. Ὅτι Αὐτὸς ρύσεταί με ἐκ παγίδος θηρευτοῦ καὶ ἀπὸ λόγου ταραχώδους. Ἔθεντο με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου. Ἐγὼ δὲ πρὸς τὸν Κύριον ἐκέκραξα ἐν τῷ θλίβεσθαί με καὶ εἰσήκουσέ μου. Κύριος φυλάξει τὴν εἴσοδόν μου καὶ τὴν ἔξοδόν μου ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. Πρὸς σὲ ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου Κύριε, τὸν κατοικοῦντα ἐν τῷ οὐρανῷ. Ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεόν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτιρῆσαι ἡμᾶς». Ψαλμούς σιγόψαλλε και κατά την ώρα που ακολουθούσε πίσω από το άλογο του αφέντη του.

Με την ευλογία που έφερε ο Άγιος στον οίκο του Τούρκου Ιππάρχου, αυτός πλούτισε και έγινε ένας από τους ισχυρούς του Προκοπίου.

Ο Άγιος ιπποκόμος του, εκτός της προσευχής και της νηστείας, που έκανε ως άλλος Ιώβ, πήγαινε τη νύχτα και έκανε όρθιος αγρυπνίες στο νάρθηκα της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν κτισμένη μέσα σε ένα βράχο και βρισκόταν κοντά στον οίκο του Τούρκου κυρίου του. Εκεί πήγαινε κρυφά τη νύχτα, κοινωνούσε δε κάθε Σάββατο τα Άχραντα Μυστήρια. και ο Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ νεφρούς», επέβλεψε επί τον δούλο του τον πιστό και έκανε, ώστε να πάψουν να τον περιπαίζουν και να τον υβρίζουν οι σύνδουλοί του και οι άλλοι αλλόθρησκοι.

Αφού, λοιπόν, ο αφέντης του Ιωάννη πλούτισε, αποφάσισε να υπάγει για προσκύνημα στη Μέκκα, τη ιερά πόλη των Μωαμεθανών.

Αφού πέρασαν αρκετές ημέρες από την αναχώρησή του, η σύζυγός του παρέθεσε τράπεζα και προσκάλεσε τους συγγενείς και τους φίλους του ανδρός της, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει υγιής στον οίκο του από την αποδημία. Ο μακάριος Ιωάννης διακονούσε στην τράπεζα. Παρέθεσαν δε σε αυτή και ένα φαγητό, το οποίο άρεσε πολύ στον αγά, το λεγόμενο πιλάφι, το οποίο συνηθίζουν πολύ στην Ανατολή. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε τον σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε, Γιουβάν, ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το πιλάφι!». Ο Ιωάννης τότε ζήτησε από την κυρία του ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα. Στο άκουσμα των λόγων του γέλασαν οι προσκεκλημένοι. Αλλά η οικοδέσποινα είπε στην μαγείρισσα να δώσει το πινάκιο με το φαγητό στον Ιωάννη, σκεπτόμενη ή ότι ήθελε να το φάει ο ίδιος μόνος του ή να το πάει σε καμιά φτωχή χριστιανική οικογένεια, όπως συνήθιζε να κάνει, δίδοντας το φαγητό του.

Ο Άγιος το πήρε και πήγε στον σταύλο. Εκεί γονυπέτησε και έκανε προσευχή εκ βάθους καρδίας παρακαλώντας τον Θεό να αποστείλει το φαγητό στον αφέντη του με όποιον τρόπο οικονομούσε Εκείνος με την παντοδυναμία Του. Με την απλότητα που είχε στην καρδιά του ο Ιωάννης πίστεψε ότι ο Κύριος θα εισακούσει την προσευχή του και το φαγητό θα πήγαινε θαυματουργικά στη Μέκκα. Πίστευε, «μηδὲν διακρινόμενος» κατά τον λόγο του Κυρίου, χωρίς να έχει κανένα δισταγμό ότι αυτό που ζήτησε θα γινόταν. Και, όπως λέγει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος, «τὰ ὑπερφυῆ ταῦτα σημεῖα συμβαίνουσι τοῖς ἁπλουστέροις τῇ διανοίᾳ καὶ θερμοτέροις τῇ ἐλπίδι», ότι, δηλαδή, αυτά τα υπερφυσικά θαύματα συμβαίνουν σε εκείνους που έχουν απλούστερη διάνοια και είναι θερμότεροι στην ελπίδα την οποία έχουν προς τον Θεό. Πράγματι! το πιάτο με το φαγητό χάθηκε από τα μάτια του Οσίου. Ο μακάριος Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Ακούγοντας οι προσκεκλημένοι τον λόγο αυτό γέλασαν και είπαν ότι το έφαγε ο Ιωάννης.

Αλλά ύστερα από λίγες ημέρες γύρισε από την Μέκκα ο κύριός του και έφερε μαζί του το χάλκινο πιάτο, προς μεγάλη έκπληξη των οικίων του. Μόνο ο μακάριος Ιωάννης δεν εξεπλάγη. Έλεγε, λοιπόν, ο αγάς πιο οικίους του: «Την δείνα ημέρα (και ήταν η ημέρα του συμποσίου, κατά την οποία είπε ο Ιωάννης ότι έστειλε το φαγητό στον αφέντη του), την ώρα κατά την οποία επέστρεψα από το μεγάλο τζαμί στον τόπο όπου κατοικούσα, βρήκα επάνω στο τραπέζι, σε έναν οντά (δωμάτιο) όπου τον είχα κλειδωμένο, τούτο το σαχάνι (πιάτο) γεμάτο πιλάφι. Στάθηκα με απορία, σκεπτόμενος, ποίος άραγε είχε φέρει εκείνο το φαγητό και προ πάντων δεν μπορούσα να εννοήσω με τί τρόπο είχε ανοίξει την πόρτα, την οποία είχα κλείσει καλά. Μη γνωρίζοντας πως να εξηγήσω αυτό το παράδοξο πράγμα, περιεργαζόμουν το πιάτο μέσα στο οποίο άχνιζε το πιλάφι και είδα με απορία ότι ήταν χαραγμένο το όνομά μου επάνω στο χάλκωμα, όπως σε όλα τα χάλκινα σκεύη της οικίας μας. Ωστόσο, με όλη την ταραχή όπου είχα από εκείνο το ανεξήγητο περιστατικό, κάθισα και έφαγα το πιλάφι με μεγάλη όρεξη, και ιδού το πιάτο που το έφερα μαζί μου, και είναι αληθινά το δικό μας».

Ακούγοντας αυτή τη διήγηση οι οικείοι του Ιππάρχου εξέστησαν και απόρησαν, η δε σύζυγός του, του εξιστόρησε πως ζήτησε ο Ιωάννης το πιάτο με το φαγητό και είπε ότι το έστειλε στη Μέκκα, και ότι, ακούγοντάς τον να λέγει ότι το έστειλε, γέλασαν.

Αυτό το θαύμα μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και στη γύρω περιοχή και όλοι θεωρούσαν πλέον τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στον Θεό, τον έβλεπαν δε με φόβο και σεβασμό, και δεν τολμούσε κανείς να τον ενοχλήσει. Ο κύριός του και η σύζυγός του τον περιποιούνταν περισσότερο και τον παρακαλούσαν πάλι να φύγει από τον σταύλο και να κατοικήσει σε ένα οίκημα, το οποίο ήταν κοντά στον σταύλο, όμως εκείνος δεν ήθελε να αλλάξει κατοικία. Περνούσε, λοιπόν, τον βίο του με τον ίδιο τρόπο, ως ασκητής, εργαζόμενος όπως πριν στην περιποίηση των ζώων και κάνοντας με προθυμία τα θελήματα του αγά.

Αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, κατά τα οποία έζησε ο μακάριος Ιωάννης με νηστεία, προσευχή και χαμευνία, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ασθένησε και ήταν ξαπλωμένος πάνω στα άχυρα του σταύλου, τον οποίο είχε αγιάσει με τις δεήσεις του και με την κακοπάθεια του σώματός του για το όνομα και την αγάπη του Χριστού.

Προαισθανόμενος ο Όσιος το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων και γι' αυτό έστειλε και κάλεσε έναν ιερέα. Αλλά ο ιερεύς φοβήθηκε να μεταφέρει φανερά τα Άγια Μυστήρια στο σταύλο, εξαιτίας του φανατισμού των Τούρκων. Όμως σοφίστηκε, κατά Θεία φώτιση, και πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα την Θεία Κοινωνία και έτσι μετέβη στο σταύλο και κοινώνησε τον μακάριο Ιωάννη. Ο Ιωάννης, μόλις έλαβε το Άχραντο Σώμα και το Τίμιο Αίμα του Κυρίου, παρέδωσε την αγία ψυχή του στα χέρια του Θεού, τον Οποίο τόσο αγάπησε. Ήταν το 1730 μ.Χ.

Το 1733 μ.Χ., το ακέραιο και ευωδιάζον ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου μεταφέρθηκε, μετά την εκταφή του, αρχικά στη λατομημένη σε βράχο εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, αργότερα στο νεόδμητο ναό του Αγίου Βασιλείου και τέλος στο ναό που ανεγέρθηκε προς τιμήν του. Τοποθετήθηκε σε λάρνακα στο δεξιό μέρος της Εκκλησίας. Εκεί κατέφθαναν αναρίθμητοι προσκυνητές και πάσχοντες από διάφορα νοσήματα που εύρισκαν την θεραπεία τους.

Όταν, κατά το 1832 μ.Χ., επί σουλτάνου Μαχμούτ του Β', επαναστάτησε εναντίον του ο αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ιμπραχήμ πασάς, ο σουλτάνος έστειλε εναντίον του και τον Χαζνετάρ Ογλού Οσμάν πασά με 1.800 στρατιώτες. Ο Οσμάν πασάς, αφού πέρασε την Καισάρεια της Καππαδοκίας, έφθασε κοντά στο Προκόπιο, όπου σκεπτόταν να αναπαυθεί και να αναχωρήσει την άλλη ημέρα. Επειδή όμως οι περισσότεροι από τους Μουσουλμάνους του Προκοπίου, σαν γενίτσαροι που ήσαν, μισούσαν τον σουλτάνο, συμφώνησαν όλοι να μην δεχθούν τον Οσμάν πασά στο Προκόπι ούτε στα σύνορα. Οι Χριστιανοί, που ήσαν πιστοί στον σουλτάνο, προσπάθησαν να πείσουν τους συμπατριώτες τους να πειθαρχήσουν στον σουλτάνο και να δεχθούν τον στρατό που ερχόταν από εκείνον, λέγοντας μάλιστα σε αυτούς ότι μπορεί ο Οσμάν πασάς να αγανακτίσει και να καταστρέψει το χωριό. Εκείνοι όμως δεν άλλαζαν γνώμη. Τότε οι Χριστιανοί πήραν τα γυναικόπαιδα και έφυγαν στα γύρω χωριά και στις σπηλιές, για να μην πέσουν θύματα της ανόητης αντιδράσεως των γενιτσάρων.

Πράγματι, την άλλη ημέρα, όταν ο Οσμάν πασάς εισήλθε στο Προκόπι, το λεηλάτησε και το κατέστρεψε. Κάποιοι από τους στρατιώτες εισήλθαν και στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Άρπαξαν τα ιερά σκεύη και άνοιξαν τη λάρνακα του Οσίου ελπίζοντας να βρουν και εκεί χρυσαφικά και ασημικά. δεν βρήκαν όμως τίποτε. Από το κακό τους, που βγήκαν γελασμένοι και για να κοροϊδέψουν τη χριστιανική πίστη, αποφάσισαν να κάψουν το ιερό λείψανο.

Το έβαλαν στο προαύλιο, μάζεψαν πολλά φρύγανα, έβαλαν φωτιά και έριξαν με ασέβεια το ιερό σκήνωμα μέσα στις φλόγες. Το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου όχι μόνο έμεινε άφλεκτο, αλλά και φάνηκε στους άπιστους ότι ζούσε, τους φοβέριζε και τους έδιωχνε από τον περίβολο της εκκλησίας.

Την επόμενη ημέρα γέροντες Χριστιανοί βρήκαν τα ασημικά, που είχαν αφήσει από τον τρόμο τους οι Τούρκοι στρατιώτες, πήραν με ευλάβεια το ιερό λείψανο και το τοποθέτησαν πάλι μέσα στη λάρνακα.

Η δεξιά του Οσίου Ιωάννου δόθηκε από τους κατοίκους του παλαιού Προκοπίου το 1881 μ.Χ., στον αντιπρόσωπο της Μονής Παντελεήμονος Αγίου Όρους Ιερομόναχο Διονύσιο, σε αντάλλαγμα για την μεγάλη βοήθεια της Μονής στην ανέγερση του Ναού του Οσίου πάνω στον τάφο του.

Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στην Εύβοια τον Οκτώβριο του 1924 μ.Χ μαζί με τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας από το πλοίο «Βασίλειος Δεστούνης». και ενώ το πλοίο βρισκόταν στη Ρόδο δεν προχωρούσε, αλλά περιστρεφόταν μέσα στη θάλασσα και έμενε στον ίδιο τόπο. Ο κυβερνήτης του πλοίου φοβήθηκε. Τότε ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, που είχε πάρει μαζί του το ιερό λείψανο κρυφά, εξήγησε στον πλοίαρχο ότι μέσα στο πλοίο και μάλιστα στο αμπάρι ήταν το ιερό λείψανο του Οσίου Ιωάννου του Ρώσου. Αμέσως ο κυβερνήτης διέταξε την μεταφορά του ιερού σκηνώματος στο διαμέρισμα του πλοίου, το οποίο χρησιμοποιούταν ως ευκτήριος οίκος, όπου το εναπέθεσαν και άναψαν το καντήλι.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ἐκ γῆς ὁ καλέσας σε πρὸς οὐρανίους μονάς, τηρεῖ καὶ μετὰ θάνατον ἀδιαλώβητον τὸ σκῆνός σου ὅσιε. Σὺ γὰρ ἐν τῇ Ἀσία ὡς αἰχμάλωτος ἤχθης, ἔνθα καὶ ὠκειώθης τῷ Χριστῷ Ἰωάννη. Αὐτὸν οὖν ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

πηγή:

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ: Αγίου ΙΩΑΝΝΗ του Ρώσου 27 ΜΑΙΟΥ 

25 Μαΐ 2018

Σαν σήμερα στις 25 Μαϊου 1834 καταδικάζονται σε θάνατο Κολοκοτρώνης και Πλαπούτας (βίντεο)




Σαν σήμερα στις 25 Μαΐου του 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας καταδικάζονται σε θάνατο κατά τη διάρκεια της βαυαροκρατίας.

Είχαν κατηγορηθεί ότι συνωμοτούσαν κατά της αντιβασιλείας.

Υπέρ της απαλλαγής τους ψηφίζουν οι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης.
Η ποινή τους θα μετατραπεί σε κάθειρξη και θα απελευθερωθούν μόλις ενηλικιωθεί ο Όθων, το Μάιος του 1835.

Στις 25 Μαΐου 1834, στο τουρκικό τζαμί του Ναυπλίου, στο πέρας μιας διαδικασίας που προσέβαλε βάναυσα το Γένος των Ελλήνων, ήχησαν τα ακόλουθα λόγια:
«Ο Δημήτριος Πλαπούτας και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης καταδικάζονται εις θάνατον ως ένοχοι εσχάτης προδοσίας».

Το κράτος των Βαυαρών, σφηνωμένο σαν καρφί στο έδαφός μας από τις Μεγάλες Δυνάμεις, ήθελε να θανατώσει δυο Ελληνες, μπροστάρηδες του πιο ιερού αγώνα, ως «συνωμότες» εναντίον της αντιβασιλείας, η οποία «ζέσταινε» τον θρόνο του ανήλικου Όθωνα.

Οι Γερμανοί ήθελαν να αφαιρέσουν το δικαίωμα στη ζωή από εκείνους που μας ανέστησαν.
Επλητταν έτσι το βασανισμένο σώμα του έθνους μας, που μόλις είχε αποδράσει από τον οθωμανικό τάφο.

Δυο δικαστές που σήκωσαν την τιμή της Ελλάδας στους ώμους τους, ο Γεώργιος Τερτσέτης και ο Αναστάσιος Πολυζωίδης, μειοψήφησαν και έκαναν το παν για να μην καταδικαστούν οι ήρωες του Αγώνα.

Και οι 115 μάρτυρες υπερασπίσεως πάλεψαν, με όποιον τρόπο μπόρεσαν, για να απονεμηθεί το δίκαιο στους νόμιμους δικαιούχους, τους Ελληνες, ενώ οι ξένοι και οι 44 μάρτυρες κατηγορίας αποπειράθηκαν να χύσουν ξανά το αίμα των αθώων στη γη μας.

Ο Κολοκοτρώνης, ακολουθώντας πιστά το πνεύμα του Σωκράτη, όταν άκουσε έναν οπαδό του που του είπε, «άδικα σε σκοτώνουν, στρατηγέ», απάντησε:
«Γι’ αυτό λυπάσαι;
Καλύτερα που με σκοτώνουν άδικα, παρά δίκαια». 
Δηλαδή, καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς.

-Η δίκη του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα χάραξε το δρόμο για όσα ακολούθησαν στη συνέχεια σε μια Ελλάδα η οποία για να σταθεί στα πόδια της έπρεπε να δηλώνει υποταγή, να καλεί σε βοήθεια τις σύγχρονες μεγάλες δυνάμεις και να ευχαριστεί δημοσίως τα αφεντικά της μέσα από το Κοινοβούλιο.

{Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκαν ως ρωσόφιλοι και κατηγορήθηκαν για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία.}

-συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο («Δίκη Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα»).
-Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη.
-Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν.
-Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ενοχοποίηση του Κολοκοτρώνη διαδραμάτισε η αγγλική πρεσβεία.

-«Στο δικαστήριον επαρρησιάσθησαν μερικοί άτιμοι μικροί άνθρωποι, ψευδομάρτυρες και έλεγαν πως είδαν αναφορές και άλλα ψέματα.

-Ηλθαν απ’ όλα τα μέρη τίμιοι άνθρωποι νοικοκυραίοι, είπαν πως όλα αυτά είναι ψέματα.
-Μας κατέβασαν, μας εδιάβασαν την απόφασιν.
-Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε.
-Καλλίτερα είναι όπου σκοτωνόμουν άδικα παρά δίκαια. (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης μετά την ανακοίνωση της απόφασης).

-Τον Μάϊο του 1834 η Ελλάδα μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια και τη δήθεν προστασία των μεγάλων δυνάμεων, αντιμετώπιζε καινούργια προβλήματα.

Η βαβαροκρατία και τα νέα πολιτικά ήθη και έθιμα της εποχής (που δυστυχώς για την Ελλάδα ζουν και βασιλεύουν μέχρι σήμερα),αποφάσισαν να διαπράξουν «από κοινού» ένα από τα πιο ασύλληπτα εγκλήματα κατά αγωνιστών της Επανάστασης του 1821.

-Έπρεπε πάση θυσία να εξοντωθούν δύο από τους μεγαλύτερους ήρωες της Επανάστασης.

Οι στρατηγοί Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και Δημήτριος Πλαπούτας.

-Ο μεν πρώτος συνελήφθη στις 6 Σεπτεμβρίου 1833 και κλείστηκε στο Ιτς-Καλέκαι ο δεύτερος τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό.
-Οι δύο τους είχαν συλληφθεί τον Σεπτέμβριο του 1833 μαζί με αρκετούςάλλους αγωνιστές επειδή 12 χρόνια μετά την Επανάσταση οργάνωσαν«συνομωσία επί σκοπώ να ταράξη την κοινήν ησυχία και να προσβάλλητην εσωτερικήν ασφάλειαν του κράτους και εις την εθνικήν ανεξαρτησία {…}

Δεν άφησαν ουδεμίαν μυστικήν μηχανορραφίαν, ουδεμίαν ραδιουργίαν.
Προσέφυγον εις την πειθώ, εις τας υποσχέσεις, εις ψεύδος για να κατορθώσουν τους προδοτικούς σκοπούς των, να παροξύνουν τους υπηκόους της Αυτού μεγαλειότητος και της υπέρτατης εξουσίας και επιφέρουν εμφύλιο πόλεμο, και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα του έθνους»

(Απόσπασμα από το κατηγορητήριο του επιτρόπου).
-Η βασική κατηγορία και για τους δύο κατηγορούμενους ήταν πως είχαν σκοπό την κατάλυση της αντιβασιλείας με τη βοήθεια της Ρωσίας.

-Ουσιαστικά η δίκη είχε να κάνει με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας για τον έλεγχο της Ελλάδας.

Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1834 και σύμφωνα με τα όσα έγραψε ο Αμβρόσιος Φραντζής (συγκατηγορούμενος στη δίκη) στην τετράτομη Επιτομή της Ιστορίας της Αναγγενηθείσης Ελλάδας το 1841«αφού πρώτον ο Μάσσον και η συμμορία προετοίμασαν τα περίπου των 50 ψευδομαρτύρων πεπυρωμένα βέλη, ήλθον δε και υπέρ τους 280 αυτόκλητοι μάρτυρες διά να μαρτυρύσσωσιν υπέρ της αληθείας».

-Ο Μάσσον ήταν το δεξί χέρι του Άγγλου πρεσβευτή Ντώκινς και ήταν μάλιστα συνήγορος του δολοφόνου του Καποδίστρια και στην αγόρευσή του είχε ζητήσει την αθώωση του Μαυρομιχάλη.
-Στη δίκη του Κολοκοτρώνη δεξί χέρι του Μάσσον ήταν ο Κανέλος Δελληγιάννης, «επίλεκτο» μέλος του στρατοδικείου που καταδίκασε το 1853 τον Ιωάννη Μακρυγιάννη για «εσχάτη προδοσία».

-Στις 10 Μαϊου 1834 έφτασε η ώρα της απόφασης και έφεραν τους δύο κατηγορούμενους στο δικαστήριο για την ανάγνωση της απόφασης.

«Η έγγραφος απόφασις ήτις κατεδίκαζε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούταν εις κεφαλική ποινήν διά της λαιμητόμου, εκτελεστέαν εντός 24 ωρών και εντός του Ναυπλίου εις την Πλατεία του Ναυπλίου»

-Η απόφαση θα έπαιρνε σάρκα και οστά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημαεάν δεν διαφωνούσαν με το κατηγορητήριο δύο εκ των δικαστών, ο πρόεδρος Α. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης,οι οποίοι δεν «ενέδωσαν να γίνωσιν συνένοχοι εις εν τοιούτον αδίκημα»

-Ο Κολοκοτρώνης μετά την ανάγνωση της απόφασης είπε το περίφημο «χαίρομαι διότι φονεύομαι άδικα».

-Μια φράση η οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλά πολλές από τις μεγάλες δίκες της σύγχρονης Ελλάδας.

-Όπως είπε ο Κολοκοτρώνης το τελευταίο βράδυ πριν από την εκτέλεση της καταδίκης:
»Είδα τόσες φορές το θάνατο, και δεν εφοβήθηκα ούτε τότε.
Την αυγή εκάμαμεν την διαθήκη μας και επροσμέναμεν την ώρα του θανάτου.

Μετά από δύο ώρας εμάθαμε πως ο βασιλιάς μας έκαμε χάρη τη ζωή μας από το άδικο».

-Η απόφαση κατά του Κολοκοτρώνη μετατράπηκε σε 20ετή φυλάκιση λίγες ώρες αργότερα και τελικά ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε στις 27 Μαϊου 1835.

Πέθανε το 1843.

πηγή: Το καφενείο της Βουλης - ΚΑΤΟΧΗ.gr